- πολεμάρχειον
- πολεμάρχειοςofmasc/fem acc sgπολεμάρχειοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμαρχείον — ή πολεμάρχιον, τὸ, Α βλ. πολεμάρχειος … Dictionary of Greek
πολεμάρχειος — ον, ουδ. και εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον η κατοικία τού πολεμάρχου … Dictionary of Greek
Тесмотеты — (θεσμοθέται). Из 9 афинских архонтов (см.) первые 3 носили особые имена (αρχων έπώνυμος, ά. βασιλευς, ά. πολέμαρχος), остальные же образовали коллегию из 6 лиц и назывались тесмотетами. Первые 3 архонта имели до Солона свои особые присутственные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Тесмотеты — Связать? … Википедия
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek